- Ταρτησσία
- Ταρτησσίᾱ , Ταρτήσσιοςfem nom/voc/acc dualΤαρτησσίᾱ , Ταρτήσσιοςfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταρτησσίας — Ταρτησσίᾱς , Ταρτήσσιος fem acc pl Ταρτησσίᾱς , Ταρτήσσιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρτήσσιος — ία, ον, Α [Ταρτησσός] 1. αυτός που προέρχεται από την Ταρτησσό 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ Ταρτήσσιος και ἡ Ταρτησσία ο κάτοικος τής Ταρτησσού … Dictionary of Greek
Ταρτησσός — Πόλη της ισπανικής περιφέρειας των Γαδείρων, που την ανακάλυψαν οι Φωκαείς, στα μακρινά τους ταξίδια. Όταν έφτασαν στην Τ. έγιναν τόσο αγαπητοί στον βασιλιά των Ταρτησσίων, που ονομαζόταν Αργανθώνιος, ώστε τους παρακίνησε να εγκαταλείψουν την… … Dictionary of Greek